Βάπτιση

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΟ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΗΣ

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΟ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΗΣ

Βάπτισμα ονομάζεται ένα από τα επτά τελετουργικά μυστήρια των Χριστιανικών εκκλησιών με χρήση νερού ως συμβόλου εξαγνισμού, που σηματοδοτεί την εισαγωγή του πιστού στο σώμα της εκκλησίας. Η λέξη βάπτισμα προέρχεται από το ρήμα βάπτω/βαπτίζω που σημαίνει «βυθίζω συχνά ή έντονα, βουτάω, καταδύω».

Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη «ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»[1], ενώ είναι και Κυριακή αποστολική εντολή «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία το βάπτισμα αποτελεί ένα από τα επτά της μυστήρια. Σύμφωνα μάλιστα με το υπόμνημα της Μεγάλης Παρασκευής, το βάπτισμα όπως και η Θεία Ευχαριστία εξέρευσαν εκ της τρωθείσης πλευράς του Ιησού Χριστού.[18] Κατά τον Απόστολο Παύλο δόθηκε από τον Κύριο να λυτρωθεί ο άνθρωπος από το προπατορικό αμάρτημα και από τις προσωπικές αμαρτίες.[19] Η τρίτη κατάδυση στην ορθόδοξη θεολογία συμβολίζει την τριήμερο ταφή και ανάσταση του Χριστού.[20] Έτσι πέρα από μια τελετουργική υποδοχή των πιστών στο σώμα της εκκλησίας, πέρα από τη λήψη της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, αποτελεί συμμετοχή στον θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Ο κάθε νεοφώτιστος με τη βάπτιση αποθέτει τον Παλαιόν άνθρωπον και εξέρχεται από το μυστήριο αναγεννημένος ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ευαγγελιστή Ιωάννη.[21]

Ελληνορθόδοξο βάπτισμα.

Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση ο νεοφώτιστος πρέπει να καταδύεται πλήρως στο ύδωρ (τριττή κατάδυση), ενώ η δι’ επιχύσεως ή ραντίσματος βάπτιση αποτελεί κακοδοξία. Το μυστήριο αυτό τελείται στις 8 ή στις 40 ημέρες από τη γέννηση, ενώ υπάρχουν και ομολογίες οι οποίες δέχονται τη βάπτιση μόνο μετά την ενηλικίωση. Η βάπτιση εικονίζει την έκχυση του Αγίου Πνεύματος στο βαπτιζόμενο άτομο.

Μετά τη βάπτιση, η αμαρτητική επιθυμία και ορμή εξακολουθούν να παραμένουν στο βαπτισθέντα, χωρίς όμως να καταλογίζονται σαν αμαρτία στη φύση πού ελευθερώθηκε από το προπατορικό αμάρτημα. Η μετά το βάπτισμα παρουσία της αμαρτητικής ορμής αποτελεί μέσο της θείας παιδαγωγίας κατά την ορθοδοξία, αποτελούσα κίνητρο αγώνων του αναγεννημένου κατά των παθών και της αμαρτίας και μέσο ηθικής και πνευματικής εμπεδώσεως και τελειώσεως. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η λογική του νηπιοβαπτισμού, που εισήχθη από τους πρώτους αιώνες στην πράξη της Εκκλησίας. Εισήχθη για ν’ αντιμετωπίσει την ανάγκη στη ζωή του πληρώματος της Εκκλησίας, το ενδεχόμενο να πεθάνει κάποιος σε πρώιμη ηλικία αβάπτιστος, οπότε αδυνατεί να εισέλθει στη Βασιλεία των ουρανών. Τα νήπια μπορεί να μην έχουν τη δυνατότητα να πιστέψουν, αυτό όμως δεν αποτελεί για την ορθόδοξη εκκλησία λόγο, ώστε να μη μπορούν να δεχθούν τη βαπτισματική χάρη. Είναι βασικό αξίωμα στη θεολογία της ορθοδόξου παραδόσεως, ότι η θεία χάρη ενεργεί λυτρωτικά, εκεί όπου δεν υπάρχει η αμαρτία, η οποία είναι ο μόνος παράγων πού αναστέλλει και ματαιώνει τη λυτρωτική της ενέργεια. Στα νήπια το στοιχείο της προσωπικής αμαρτίας απουσιάζει και συνεπώς ή θεία χάρη μπορεί να επιδράσει ευεργετικά, καταλύοντας από τη φύση τους το σώμα του προπατορικού αμαρτήματος.